накрывать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накрывать - translation to γαλλικά


накрывать      
см. накрыть
revêtir      
накрывать; покрывать
coiffer l'objectif      
накрывать цель огнем

Ορισμός

накрывать
несов. перех.
1) а) Закрывать, покрывать что-л. чем-л., положенным сверху.
б) Окружать, окутывать (о тумане, темноте и т.п.).
2) Поражать цель (при артиллерийском и минометном обстреле или бомбометании).
3) перен. разг.-сниж. Захватывать, застигать кого-л. врасплох (обычно на месте преступления).
4) разг.-сниж. Обманом вводить в убыток; одурачивать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накрывать
1. Интернетовский информационный поток стал нас накрывать.
2. - Если прогноз сбудется, поле придется накрывать?
3. Взволнованная пенсионерка кинулась накрывать на стол.
4. - Предполагаю, что будем прессинговать, накрывать португальские удары.
5. - Сейчас северную часть Цхинвали накрывать будут.